γαῖσος

γαῖσος
γαῖσος, (or [full] γαῖσον, τό, Ph.Bel.99.16, cf.AB88), a sort of
A javelin, LXX Jo.8.18, Ju.9.7, Plb.6.39.3, 18.18.4, PTeb.230 (ii B. C.), D.S.13.57:—hence prob. Celtic pr. n. [full] Γαισάται or [suff] γαίο-οι, οἱ, expld. by Plb. as mercenaries, 2.22.1. (Iberian word acc. to Ath.6.273f.)

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • γαίσος — γαῑσος και γαισός, ο και γαῑσον, το (Α) είδος σιδερένιου ακοντίου με πλατιά αιχμή (που το χρησιμοποιούσαν οι Ίβηρες, οι Καρχηδόνιοι, οι Κελτοί και οι Λίβυες). [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. γαίσος όπως και η λατ. gaesum είναι δάνεια γαλατικής προελεύσεως. Ο ελλ.… …   Dictionary of Greek

  • γαῖσος — javelin masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαίσους — γαῖσος javelin masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαίος — ὁ, και χαῑος, τὸ, Α καμπύλη βακτηρία, η γκλίτσα τών βοσκών. [ΕΤΥΜΟΛ. Λ. αμφβλ. γένους και αβέβαιης ετυμολ. Παρά την γλώσσα τού Λεξ. Σούδα χαιός ἡ ῥάβδος, το ουσ. πρέπει μάλλον να θεωρηθεί ουδ. Κατά την επικρατέστερη άποψη, πρόκειται για δάνεια λ …   Dictionary of Greek

  • γαίσον — το (Α) βλ. γαίσος …   Dictionary of Greek

  • γαῖσον — javelin neut nom/voc/acc sg γαῖσος javelin masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαίσων — γαῖσον javelin neut gen pl γαῖσος javelin masc gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γαίσῳ — γαῖσον javelin neut dat sg γαῖσος javelin masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”